- χρειώ
- (I)-όος και -οῡς, ἡ, Α(επικ. τ.) βλ. χρεώ.————————(II)-όω, Α [χρεία]1. είμαι αναγκαίος για κάτι2. απρόσ. χρειοῑείναι ανάγκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρειῶ — χρείζω want fut ind act 1st sg (attic epic doric) χρεώ want fem nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) χρεώ want fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρειώ — χρεώ want fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρείω — χρεί̱ω , χρεῖος masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρεί̱ω , χρεῖος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… … Dictionary of Greek
κατεμπάζω — (Α) καταλαμβάνω («ὁπόταν χρειώ σε κατεμπάζῃ», Νίκ.) … Dictionary of Greek
προγενέστερος — η, ο / προγενέστερος, τέρα, ον, ΝΑ [προγενής] (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι προγενέστεροι οι άνθρωποι που υπήρξαν πριν από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι νεοελλ. 1. (κυρίως σε αντιδιαστολή προς το μεταγενέστερος και… … Dictionary of Greek